Οποιος συγχέει το διαλογισμό μέ τήν προσευχή, εισάγει εξωχριστιανική αντίληψη γιά τήν προσευχή καί βγαίνει έξω από τον πνευματικό χώρο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μετατρέπει τήν προσευχή σέ "τεχνική", πού δραστηριοποιεί δήθεν εσωτερικές δυνάμεις μέ αυτόματες διαδικασίες, που σέ τελική φάση δέ βρίσκονται σέ σχέση ή σέ αναφορά μέ το πρόσωπο τού Ιησού Χριστού. Ας το δούμε αυτό μέ βάση τά κείμενα τής "Οικουμενικής θρησκείας" τής "Αρμονικής Ζωής" ή της "Οικουμενικής Φιλοσοφίας", όπως αναφέρει ο Νάτζεμυ: Η προσευχή προσδιορίζεται ως επικοινωνία με το "Οικουμενικό Πνεύμα", που όμως είναι "μέσα μας". Οπότε επικοινωνία σημαίνει απλώς νά σταματάμε προσωρινά το ατέρμονο τρέξιμο του νου προς εξωτερικά γεγονότα, επιθυμίες, προσκολλήσεις, φόβους καί προσδοκίες. Σημαίνει να κατευθύνουμε τήν προσοχή μας στην εσωτερική ηρεμία, γιά νά μπορέσουμε νά σκεφτούμε καθαρά γι' αυτά πού συμβαίνουν μέσα μας καί νά τά πούμε στο φίλο, τήν αληθινή μητέρα ή τον αληθινό πατέρα. Ακριβώς όπως αναφέρουμε στούς κοντινούς μας αυτά που συμβαίνουν στή ζωή μας, έτσι μιλάμε γιά τά βαθύτερα συναισθήματά μας, τά ερωτήματά μας, εκφράζουμε τήν ευγνωμοσύνη μας καί τήν ανάγκη μας στον Οικουμενικό Εαυτό" {Οικουμενική φιλοσοφία, σ. 23).
"Οταν λοιπόν οι οπαδοί των γκουρού "προσεύχονται", δεν τρέχει ο νούς τους "προς τα έξω", αλλά διαλογίζονται τα γεγονότα "μέσα τους". Ο "φίλος", ο "πατέρας", ο "αδελφός", δέν είναι ο Χριστός, αλλά ο "Οικουμενικός Εαυτός". Ακόμη κι αν χρησιμοποιούν τήν προσευχή τού Κυρίου, το "Πάτερ ημών", δέν στρέφονται προς κάποιο Θεό έξω από τον εαυτό τους. Ενώ «προσεύχονται», μένουν εντελώς μόνοι καί βυθισμένοι σέ απέραντη μοναξιά, χωρίς νά έχουν τή συναίσθηση πως υπάρχει εκεί καί κάποιος άλλος, που μπορεί νά τούς προσφέρει το έλεός Του, βοήθεια, αγάπη, στοργή. Η λεγόμενη προσευχή είναι «άνοιγμα» προς τον «εαυτό», όχι προς κάποιον Θεό έξω από τον άνθρωπο. Ο Νάτζεμυ υπογραμμίζει ιδιαίτερα: