Η ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
Παρουσιαστής:
Όλοι αναζητούμε τη χαρά και την ειρήνη της καρδιάς μας, όμως, ζούμε καθημερινά, θλίψεις και κατάθλιψη. Ο Γέροντας Πορφύριος με αγάπη και σοφία, συζητά με πνευματικά του παιδιά τον τρόπο με τον οποίο μετατρέπεται η θλίψη σε χαρά. Μας αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό, και έχει πολύ ενδιαφέρον να τον ακούσουμε. Στην ηχογράφηση που ακολουθεί έχει αφαιρεθεί για λόγους πνευματικούς, η φωνή των συνομιλητών του.
Γέροντας Πορφύριος:
- Μία φορά είχε έλθει μία κυρία εδώ και μου έλεγε ότι πάσχει από κατάθλιψη, και μου ζητούσε να τη συμβουλέψω τι πρέπει να κάνει, για να γλιτώσει απ’ αυτό το πράγμα. Τώρα η αιτία που ήλθα εδώ, έλεγε, είναι ότι με μάλωσε ο άνδρας μου, γιατί είχα κάνει κάποιο λάθος, και εκεί αγανάκτησε και μου φέρθηκε πολύ άσχημα και μ’ έπιασε πολύ δυνατή κατάθλιψη. Δεν έφαγα το βράδυ, όλη τη νύχτα ήμουνα μελαγχολική, ζούσα σ’ ένα πέλαγος, μέσα σε μια μαυρίλα σε μία απελπισία, τέτοιοι λογισμοί ότι, τι τη θέλω τη ζωή; Τι τη θέλω ή καλύτερα είναι να μη ζω, όλο τέτοιες ιδέες που μου δυνάμωναν την κατάθλιψη μέχρι αυτοκτονίας. Κοιμήθηκα, αλλά και το πρωί όμως ήμουνα βαριά, ο σύζυγός μου προσπάθησε να μου μιλήσει, αλλά εγώ δε μιλούσα. Λοιπόν, σηκώθηκε, έφτιαξε μόνος του τον καφέ, είπε να μου φέρει καφέ, εγώ δεν ήθελα κι έφυγε.
Αυτή τυλιγμένη στο πάπλωμα, σου λέω, όπως μου τα έλεγε, νηστική, ζούσε, ας πούμε, την κατάθλιψη. Είναι ένα αίσθημα δυσάρεστο, το οποίο σε καταλαμβάνει, και σε καθηλώνει. Ούτε να σκεφθείς, ούτε... Σκέφτεσαι αυτό. Νομίζεις ότι εσύ σκέφτεσαι σοβαρά πράγματα. Ενώ εσύ είσαι αιχμάλωτος μιας ιδέας. Πάντοτε όταν έχω καιρό κάτι λέω, αλλά άμα είμαι κουρασμένος δεν μπορώ να μιλήσω.
Λοιπόν. Της λέω, ξέρω εγώ ένα πολύ μεγάλο φάρμακο, αλλά, πρέπει να μου δώσεις προσοχή για να σου το πω. Της έκανα την ερώτηση, αν μετά από αυτή την κατάθλιψη συνέβηκε κάποιο ευχάριστο γεγονός. Και μου είπε, ότι ναι, ενώ ήμουνα ξάπλα, κατά τις δέκα και μισή, ακούω το κουδούνι του σπιτιού, να χτυπάει επίμονα, βρου, βρου, βρου. Εγώ έτσι ήμουνα τυλιγμένη, όπως από το βράδυ, και, είδα που επέμενε και σηκώθηκα, έριξα από πάνω το παλτό μου και πήγα και άνοιξα και μπαίνει μέσα μία παλαιά μου φίλη που σπουδάζαμε στο Αρσάκειο, και με χαρά με αγκαλιάζει, με φιλεί, μου λέει, να σου πω ένα ευχάριστο γεγονός, σκιρτούσε από τη χαρά. Ήρθε <η τάδε> από το Κάιρο και είναι στο Ξενοδοχείο Πάγγειο στην Ομόνοια.